- πνεύμων
- πνεύμωνMeaning: `lung'See also: s. πλεύμων.Page in Frisk: 2,566
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
πνεύμων — the lungs masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… … Dictionary of Greek
πνευμόνων — πνεύμων the lungs masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμονα — πνεύμων the lungs masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμονας — πνεύμων the lungs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμονες — πνεύμων the lungs masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμονι — πνεύμων the lungs masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμονος — πνεύμων the lungs masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμοσι — πνεύμων the lungs masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνεύμοσιν — πνεύμων the lungs masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεύμον' — πλεύμονα , πλεύμων the lungs masc acc sg πλεύμονι , πλεύμων the lungs masc dat sg πλεύμονε , πλεύμων the lungs masc nom/voc/acc dual πλεύμονα , πνεύμων the lungs masc acc sg (attic) πλεύμονι , πνεύμων the lungs masc dat sg (attic) πλεύμονε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)